ηπατοσκοπικός

ηπατοσκοπικός
ἡπατοσκοπικός, -ή, -όν (Α) [ηπατοσκοπία]
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μαντεία από το ήπαρ
2. το θηλ. ως ουσ. ἡ ἡπατοσκοπική
η ηπατοσκοπία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ἡπατοσκοπικῆς — ἡπατοσκοπικός connected with soothsaying fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡπατοσκοπικήν — ἡπατοσκοπικός connected with soothsaying fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”